05/02/2021 από Ρισβάνη Μαρία 0 Σχόλια
Αυτο-εκτίμηση
Βασικές θεωρίες που συνδέονται με την έννοια της αυτοεκτίμησης
Η έννοια της αυτοεκτίμησης άρχισε να γίνεται αντικείμενο μελέτης με χρονολογική βάση όταν ο William James στις αρχές του 20ου αιώνα ασχολήθηκε με την έννοια του εαυτού.
Όπως ανέφερε ο ίδος στο «Αρχές της Ψυχολογίας» : «Η αίσθηση της αξίας μας στον κόσμο είναι μια αναλογία ανάμεσα σε αυτό που πιστεύουμε ότι είμαστε και σε αυτά που πράττουμε.
Είναι ο λόγος της πραγματικότητας προς τις δυνατότητές μας, ένα κλάσμα, όπου αριθμητής είναι οι προσποιητές μας πράξεις και παρονομαστής οι επιτυχίες μας.» (James,1890, σ.296).
Αργότερα, ο Robert White μέσω μιας ψυχαναλυτικής διάστασης ανάφερε πως η αυτοεκτίμηση είναι μια εξελικτική διαδικασία και χωρίζεται σε τρεις επιμέρους παραμέτρους : τη βιολογική, τη κινητική- γνωστική και την αναζήτηση ταυτότητας. Σχετικά με τη βιολογική παράμετρο αναφέρεται στην αναγκαιότητα του ατόμου να ανταπεξέλθει στις δυσκολίες με στόχο την επιβίωση του. Με τον όρο κινητική- γνωστική που αναπτύσσεται παράλληλα με την νοητική και την αναζήτηση ταυτότητας αναφέρεται στην προσπάθεια που καταβάλει το άτομο ήδη από τη βρεφική ηλικία να επενεργήσει στο περιβάλλον με σκοπό την ικανοποίηση των αναγκών τους. Αυτές οι πρώτες ακούσιες προσπάθειες είναι σημαντικές γιατί αργότερα γίνονται περισσότερο σκόπιμες και η αποτυχία ή η επιτυχία ικανοποίησης των αναγκών οδηγούν στο γνωστικό σχήμα που αναπτύσσει το άτομο για την έννοια της αυτοεκτίμησης του.
Αργότερα ο Rosenberg(1965) ανέφερε : «Η αυτοεκτίμηση είναι μια θετική ή αρνητική στάση απέναντι σε ένα ιδιαίτερο αντικείμενο, δηλαδή, τον εαυτό....Η υψηλή αυτοεκτίμηση εκφράζει το αίσθημα ότι κάποιος «είναι αρκετά καλός». Το άτομο απλά αισθάνεται ότι αξίζει. Σέβεται τον εαυτό του για αυτό που είναι αλλά δεν κατέχεται από δέος θεωρώντας τον, αλλά και ούτε περιμένει οι άλλοι να κάνουν το ίδιο. Δεν θεωρεί τον εαυτό του απαραίτητα ανώτερο από τους άλλους» (Rosenberg, 1965, σ.30-31). Ο Rosenberg όρισε την αυτοεκτίμηση ως στάση, που εμπεριέχει το γνωστικό, το συναισθηματικό και το πραξιακό στοιχείο και θεώρησε ότι μπορεί να μετρηθεί. Η κλίμακα μέτρησης της αυτοεκτίμησης (1965) άνοιξε το δρόμο για εμπειρικές μελέτες.
Με την Baurmind εισάγεται μια νέα διάσταση στην έννοια της αυτοεκτίμησης καθώς ο ίδιος υπέθεσε πως η ανάπτυξη της αυτοεκτίμησης συνδέεται με την γονεϊκή εξουσία. Διέκρινε τους γονείς σε τρεις ομάδες, στους ελαστικούς, τους δημοκρατικούς και τους αυταρχικούς. Οι ελαστικοί είναι θερμοί απέναντι στα παιδιά τους και εκδηλώνουν εύκολα τα συναισθήματά τους. Δεν είναι απαιτητικοί, αποφεύγουν τον έλεγχο και υιοθετούν λιγότερο συχνά τιμωρητική συμπεριφορά. Οι δημοκρατικοί γονείς είναι ξεκάθαροι στις απαιτήσεις τους, σχετικά αυστηροί, με αρκετές προσδοκίες, αλλά η εξουσία, που ασκούν στα παιδιά τους είναι ελαστική και σε λογικά πλαίσια. Το σημαντικότερο χαρακτηριστικό είναι η ποιότητα επικοινωνίας με τα παιδιά και οι τεχνικές διαπραγμάτευσης, που χρησιμοποιούν. Αντίθετα οι αυταρχικοί γονείς εκτιμούν την υπακοή, τον απόλυτο έλεγχο των ανεπιθύμητων συμπεριφορών. Αργότερα, Η Baurmind θεώρησε τελικά πως τα παιδιά που μεγάλωναν με δημοκρατικούς γονείς ήταν περισσότερο αυτάρκη, ανεξάρτητα, φιλόδοξα και με μεγαλύτερη αυτοεκτίμηση και αίσθηση αυτοελέγχου, κάτι που επιβεβαιώθηκε αργότερα και από έρευνες άλλων ερευνητών.
Ο Coopersmith είναι ένας ακόμα σημαντικός ερευνητής που προσπάθησε να εξερευνήσει την έννοια της αυτοεκτίμησης μέσω της συμπεριφοριστικής προσέγγισης. Ασχολήθηκε με τις συνθήκες και τις εμπειρίες που ενδυναμώνουν ή ελαττώνουν την έννοια της αυτοεκτίμησης και όπως ο ίδιος έγραψε : «Με την αυτοεκτίμηση αναφερόμαστε στην ενδοπροσωπική αξιολόγηση ενός ανθρώπου, η οποία διατηρείται συνήθως αναλλοίωτη και εκφράζει μια πεποίθηση αποδοχής ή αποδοκιμασίας. Είναι μια εσωτερικευμένη κριτική για το κατά πόσο κάποιος θεωρείται ικανός, σημαντικός, επιτυχημένος και άξιος. Εν ολίγοις, η αυτοεκτίμηση είναι μια προσωπική πιστοποίηση της αξίας, που εκφράζεται με τις στάσεις για τον εαυτό . Είναι μια υποκειμενική εμπειρία, που το άτομο μεταβιβάζει σε άλλους λεκτικά και μέσω των συμπεριφορών και των επιλογών του». (Coopersmith, 1967, σ.4-5)
Ψυχολογία της αυτοεκτίμησης (1969), δηλώνει ότι η ικανότητα και η αξία είναι εξίσου σημαντικά συστατικά της αυτοεκτίμησης και προσθέτει ότι η σχέση τους είναι επίσης άξια αναφοράς:
Η αυτοεκτίμηση έχει δύο αλληλένδετες πτυχές: την αίσθηση προσωπικής αποτελεσματικότητας και την αίσθηση της προσωπικής αξίας. Είναι η πεποίθηση ότι όχι μόνο κάποιος είναι ικανός να ζει, αλλά ότι αξίζει να ζει». (Branden, 1969, σελ. 110) .
Για τον Braden, η αυτοεκτίμηση είναι μια συνισταμένη της ικανότητας (δηλ. της αποτελεσματικότητας και των δυνατοτήτων ενός ατόμου), της αξίας (στάσεις ενός ατόμου για το σωστό και το λάθος, για το καλό και το κακό, κ.λπ...) και της σχέσης μεταξύ τους. Ο Braden προχώρησε περισσότερο από τον Rosenberg και τον Coopersmith από την άποψη της σημαντικότητας της αυτοεκτίμησης ως ψυχολογικής μεταβλητής: Τη θεώρησε ως μια θεμελιώδη ανθρώπινη ανάγκη, ίσως την πιό θεμελιώδη, που καθοδηγεί την ανθρώπινη συμπεριφορά με δύο τρόπους.
ΠΩΣ ΕΠΙΔΡΑ Η ΑΥΤΟΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΣΤΗ ΣΧΟΛΙΚΗ ΤΟΥΣ ΕΠΙΔΟΣΗ ΚΑΙ ΣΤΗ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟΥΣ ΣΥΝΟΜΙΛΗΚΟΥΣ
Η αυτοεκτίμηση, αναφέρεται στη συναισθηματική πλευρά και στη άποψη που έχει κάποιος για την αξία του ως ατόμου. Ο james διατύπωσε ενα μαθηματκό τύπο που συνδέει την αυτοεκτίμηση του ατόμου με τις επιτυχίες του, σε σχέση με τις επιδιώξεις του ορίζοντάς την ως το πηλίκο αυτών των δύο: Αυτοεκτίμηση = επιτυχίες/επιδιώξεις (Μακρή, Ε. 2001α: 35-37).
Στη βρεφική ηλικία όπως προαναφέρθηκε το βρέφος δεν έχει αυτοσυνείδηση και κατ’επέκταση ούτε αυτοεκτίμηση. Στην περίοδο της προσχολικής ηλικίας τα παιδιά αντιλαμβάνονται ότι τους ανήκει το σώμα και το μυαλό τους και μαθαίνουν με εξωτερικό τρόπο την έννοια της αυτοεκτίμησης συγκρίνοντας τον εαυτό τους και τους άλλους. Στη πρώτη σχολική περίοδο τα παιδιά χάνουν λίγο από την αυτοεκτίμηση τους καθώς καλούνται να ανταπεξέλθουν σε νέες εμπειρίες, κανόνες, απαιτήσεις. Ωστόσο, η αυτοεκτίμηση στη σχολική ηλικία αναφέρεται γύρω από τρείς τομείς. Ο πρώτος αφορά την οικογένεια, καθώς η αγάπη, η αποδοχή και ο σεβασμός των γονέων αποτελούν καθοριστικούς παράγοντες για την επιτυχία του παιδιού. Έπειτα, ο σχολικός τομέας που αφορά τη γνωστική αξιολόγηση και τη σχολική επίδοση και τέλος ο κοινωνικός τομέας όπου η εκτίμηση του περίγυρου συμβάλει στη διαμόρφωση της αυτοεκτίμησης.
Τα παιδιά φαίνεται πως έχουν διαφορετική απόδοση στα μαθήματα τους καθώς και στην επικοινωνία τους με τους συμμαθητές τους βάση της αυτοεκτίμησης που τα ίδια έχουν για τον εαυτό τους. Η επίδοση, χαρακτηρίζεται ακόμη, από την ποιότητα και την ποσότητα. Οι βασι-κότεροι παράγοντες που επηρεάζουν την επίδοση της σχολικής τάξης είναι: η διάρθρωσή της, οι στόχοι της, η ποιότητα των μελών της και η προσωπικότητά τους (Τσιπλητάρης, Αθ 2000: 105-106).
Έχει φανεί επίσης πως η αυτοεκτίμηση αποτελεί προγνωστικό παράγοντα για τη σχολική απόδοση των παιδιών και πολλές φορές έχει φανεί πως η αυτοεκτίμηση είναι αποτέλεσμα της σχολικής επιτυχίας και όχι η γενεσιουργός αιτία της. Ο Gander ανέφερε τη πολλαπλή νοημοσύνη και εισήγαγε μια νέα οπτική σε σχέση με την αντίληψη κάτι που επέφερε μεγάλες διαφοροποιήσεις στα μέχρι τότε δεδομένα. Στο σχολείο τα κυριότερα πεδία όπου αναπτύσσεται η νοημοσύνη ενός μαθητή αφορά το γλωσσικό και μαθηματικό κομμάτι με αποτέλεσμα παιδιά που έχουν δυσκολίες σ αυτό να αποθαρρύνονται και να μειώνεται η αυτοεκτίμηση τους καθώς δεν αναπτύσσουν και δεν εξασκούν και τις άλλες πλευρές της νοημοσύνης που όπως ανέφερε ο Gander είναι η μουσική νοημοσύνη, η οπτικο χωρική νοημοσύνη, η σωματικό κιναισθητική νοημοσύνη κ.α.
Η θεωρία της πολλαπλής νοημοσύνης προτείνει έναν βαθύ ανασ χηματισμό του εκπαιδευτικού συστήματος . Επηρεάζει το πρό γραμμα μαθημάτων, τις μεθόδους διδασκαλίας, καθώς και τις μεθόδους αξιολόγησης.
Σε πολλές μελέτες διαπυστώθηκε πως στις περισσότερες περιπτώσεις οι λόγοι που οδηγούν στην εγκατάλειψη του σχολείου σχετίζονται με την χαμηλή αυτοεκτίμηση των μαθητών για τις νοητικές τους ικανότητες.
Έτσι, καθώς τα παιδιά αντιλαμβάνονται πως υστερούν σε σχέση με τους συνομηλίκους τους οδηγούνται στην παραίτηση και μέσω μιας αυτοεκπληρούμενης προφητείας πως δεν θα τα καταφέρουν εν τέλη κάνουν ελάχιστη προσπάθεια και στο τέλος αποτυγχάνουν κάτι που ενισχύει την κακή αυτοεκτίμηση τους και οδηγούνται πολλές φορές στην απομόνωση απτους συνομιλήκους.
ΤΙ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΝΑ ΚΑΝΟΥΝ ΟΙ ΓΟΝΕΙΣ ΚΑΙ ΟΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΙ ΓΙΑ ΝΑ ΕΝΙΣΧΥΣΟΥΝ ΤΗΝ ΑΥΤΟΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ
Όπως προαναφέρθηκε ο ρόλος της οικογένειας είναι μεγάλος ως προς την απόκτηση ή όχι της αυτοεκτίμησης των παιδιών. Η συμβολή των γονέων είναι καθοριστική για τη μετέπειτα πορεία των παιδιών τόσο στο σχολικό πλαίσιο όσο και στην ενήλικη ζωή τους.
Οι γονείς πολλές φορές άθελα τους από την ανάγκη τους να βοηθήσουν τα παιδιά ενδέχεται να τα στιγματίσουν και να τα αποδυναμώσουν ιδιαιτέρως όταν μπαίνουν στη διαδικασία σύγκρισης των παιδιών τους με τους συνομιλήκους τους.
Παρακάτω θα αναφερθούν όσα είναι σκόπιμα οι γονείς να λένε στα παιδιά και τι θα πρέπει να αποφύγουν.
Αρχικά, οι γονείς πρέπει να αποδεχτούν και να κατανοήσουν τη μοναδικότητα κάθε παιδιού. Μερικά παιδιά αντιμετωπίζουν καταστάσεις που ενδέχεται να μειώσουν την αυτοεκτίμηση τους ωστόσο αυτό είναι κάτι που μπορεί να διορθωθεί.
Τα παιδιά αναπτύσσουν την αυτοεκτίμηση τους όταν αισθάνονται αποδοχή, αγάπη και όταν νιώθουν ότι εμπλέκονται στις οικογενειακές σχέσεις και σε κοινωνικές επαφές. Επίσης, όταν περνούν ποιοτικό χρόνο με την οικογένεια και όταν ενδυναμώνονται να δοκιμάσουν καινούργια πράγματα και όταν επαινούνται για αυτά.
Μερικοί τρόποι ανάπτυξης της αυτοεκτίμησης των παιδιών μέσω των σχέσεων είναι : η ενδυνάμωση της αίσθησης του ανηκειν σε μια οικογένεια, μέσω δραστηριότητων όπως να δείχνουμε φωτογραφίες, να μοιραζόμαστε οικογενειακές ιστορίες, να προτρέπουμε το παιδί να συμμετέχει σε διοργανώσεις αθλητικές της κοινότητας καθώς επίσης και η από κοινού εύρεση ευχάριστων δραστηριοτήτων. Ακόμη, ένας τρόπος για την ανάπτυξη της αυτοεκτίμησης του παιδιού είναι να το οδηγήσουμε στη δημιουργία νέων φίλων, να του μιλήσουμε για τη σημασία των διαπροσωπικών σχέσεων, να μάθουμε τους φίλους του και να δείξουμε αποδοχή στη παρέα του. Ο ποιοτικός χρόνος είναι ακόμη ένα στοιχείο που θα δείξει στο παιδί πως ο γονιός νοιάζεται για εκείνο και είναι σημαντικό, θα δημιουργήσει κοινούς κώδικες επικοινωνίας και θα δώσει στο παιδί την αίσθηση της κατανόησης και της αξίας στις ανάγκες του και τις επιθυμίες του. Η επιτυχία και τα επιτεύγματα του παιδιού είναι σημαντικό να επαινούνται ωστόσο είναι εξίσου σημαντικό να επαινούμε το παιδί όταν εκείνο κατορθώνει να εμπλακή και να φέρει εις πέρας κάτι που το δυσκόλευε ή ακόμη και δεν του άρεσε. Δείχνει ο γονιος το θαυμασμό του για την επιμονή και τη διάθεση του παιδιού και εκείνο αισθάνεται αποδοχή.
Ο γονιός πρέπει να λειτουργεί ως ένα σωστό πρότυπο προς μίμηση για το παιδί και αυτό θα έρθει μέσω της προσπάθειας του ίδιου να εμπλακεί σε υποχρεώσεις και σε καθημερινές εργασίες που μπορεί να τον δυσκολεύουν ή κουράζουν. Δίνοντας το παράδειγμα στο παιδί εκείνο μαθαίνει πως πρέπει να καταβάλει προσπάθεια. Οφείλει ο γονιός να εστιάζει στις ικανότητες του παιδιού και να δείχνει πως εκτιμά το παιδί για όσα είναι και να του δείχνει το δρομο για τη προσπάθεια στο να γίνει μια καλύτερη εκδοχή του εαυτού του. Δεν χρειάζεται το παιδί να ακούει επικριτικά λόγια για όσα δεν μπορεί να καταφέρει, χρειάζεται να αισθανθεί πως έχει σύμμαχο στις δυσκολίες του και πως μαζί θα βρούν το δρόμο για να τα καταφέρει.
Είναι σημαντικό να αφήνουν τα παιδιά οι γονείς και οι εκπαιδευτικοί να παίρνουν ρίσκα και να κάνουν τις δικές αποφάσεις. Αυτό κάνει τα παιδιά να αισθάνονται δυνατά και με κίνητρο να αντιμετωπίσουν οτιδήποτε και τα οδηγεί σε μια καλύτερη εικόνα εαυτού για όσα κατάφεραν ή όχι. Μαθαίνουν εμπρακτα τα όρια τους και τις δυνατότητες τους και οι ενήλικοι στέκονται δίπλα τους όποτε χρειαστούν βοήθεια τα παιδιά να τη παρέχουν.
Ο εκπαιδευτικός επίσης, χρειάζεται να σταθεί δίπλα στο παιδί να επαινέσει τα καλά που εκείνο έχει καταφέρει. Μπορεί να του δείξει με θετικό τρόπο την έννοια της προσπάθειας και να του εξηγήσει πως ο δρόμος για την επιτυχία ακαδημαϊκών υποχρεώσεων έρχεται μέσω της αποτυχίας. Πολλές φορές, το εκπαιδευτικό σύστημα οδηγεί τα παιδιά σε ένα αγώνα δρόμου για τη καλύτερη επίδοση και αυτό κάνει τα παιδιά που δυσκολεύονται να απογοητεύονται. Ο ρόλος του εκπαιδευτικού είναι να σταθεί δίπλα σε κάθε παιδί και να του δείξει το τρόπο που θα μπορέσει να εξελιχθεί, να δειξει τη σημασία της αξίας όλων, να δείξει πως δεν έχει νόημα μόνο το αποτέλεσμα αλλά και η προσπάθεια.
Οι εκπαιδευτικοί μπορούν να δημιουργήσουν ένα κλίμα εμπιστοσύνης και αποδοχής όταν ουσιαστικά ασχοληθούν με το κάθε παιδί ξεχωριστά και όταν προσπαθήσουν να δημιουργήσουν μια αίσθηση ανήκειν σε όλη την ομάδα. Τα ομαδικά παιχνίδια, project, εργασίες είναι ένας καλός τρόπος τα παιδιά να εμπλακούν μεταξύ τους και να δημιουργηθούν κανόνες αποδοχής και συνεργασίας που θα διδάξουν στα παιδιά την αγάπη και τη βοήθεια σε όλους. Αυτό θα ενδυναμώσει μαθητές με χαμηλή αυτοεκτίμηση καθώς θα νιώσουν όταν έχουν σύμμαχο και όχι αντίπαλο, είτε τους συμμαθητές τους είτε τους δασκάλους. Το σχολείο αποτελεί ένα χώρο που τα παιδιά μπορούν να κερδίσουν πολλά περισσότερα από στείρα ακαδημαϊκή γνώση.
Αυτά που θα πρέπει να αποφεχθούν ώστε να μειωθεί η πιθανότητα αρνητικής εικόνας εαυτού είναι : η επικριτική στάση γονέων και εκπαιδευτικών στις αδυναμίες των παιδιών και η διάθεση σύγκρισης με τους συνομηλίκους που τα καταφέρνουν καλύτερα. Λόγια που ενέχουν μέσα το νόημα πως η ζωή των γονέων θα ήταν καλύτερη αν δεν είχαν παιδιά. Η αίσθηση πως αγνοούμε τις ανάγκες των παιδιών και πως απλώς κάνουμε το καθήκον είτε ως γονείς είτε ως εκπαιδευτικοί. Η αρνητική σύγκριση με άλλα παιδιά επίσης επιφέρει πολλά αρνητικά αποτελέσματα στην αυτοεκτίμηση των παιδιών ακόμα και αν η σύγκριση γίνεται μεταξύ αδερφών.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Η αυτοεκτίμηση αποτελεί μια σύνθετη και πολύπλευρη έννοια και μάλλον μια από τις πιο δύσκολα οριζόμενες έννοιες της ψυχολογίας κάτι που οδήγησε πολλούς ερευνητές ανα τα χρόνια να απασχοληθούν γύρω από αυτό το ζήτημα. Αυτό που μέχρι τώρα κατανοεί κανείς μέσω της ενασχόλησης του με την έννοια της αυτοεκτίμησης είναι πως είναι κάτι που δεν ορίζεται επακριβώς και συνεχώς θα αλλάζει και θα προστίθονται στοιχεία στη προσπάθεια μας να ορίσουμε το τι ακριβώς είναι. Τελικά, μετά από πολλές έρευνες οι ειδικοί έχουν κατανοήσει τουλάχιστον τι συμβάλει στην ανάπτυξη μιας καλής αυτοεκτίμησης και τι μπορεί να την κάνει να μην εξελιχθεί σωστά και το μόνο σίγουρο είναι πως μια ειλικρινής αποδοχή και αγάπη είτε από γονείς είτε από εκπαιδευτικούς είναι το φάρμακο στην ομαλή εξέλιξη των παιδιών.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Άρθρα
Turunen a,b , J. Fransson E. Bergstrom M. *(2017) Self-esteem in children in joint physical custody and other living arrangements Public Health (149) 106-112
Πρακτικά του Ελληνικού Ινστιτούτου Εφαρμοσμένης Παιδαγωγικής και Εκπαίδευσης
(ΕΛΛ.Ι.Ε.Π.ΕΚ.), 6ο Πανελλήνιο Συνέδριο, 5-7 Οκτωβρίου 2012 Η συμβολή της αυτοεκτίμησης στη σχολική επίδοση των μαθητών
Βιβλία
Παπήνης Ε(2011). Η αυτοεκτίμηση:Θεωρία και αξιολόγηση EΚ∆ΟΣΕΙΣ: Ι. ΣΙ∆ΕΡΗΣ
Website
https://www.todaysparent.com/family/parenting/how-to-build-your-childs-self-esteem/
https://raisingchildren.net.au/toddlers/behaviour/understanding-behaviour/about-self-esteem
Σχόλια